- ῥοδισμός
- ῥοδ-ισμός, ὁ,A ceremony at which graves were decked with roses, Inscr.Perg.374 B 8 (ii A.D.), Supp.Epigr.1.330B8 (Istria, ii A.D.), BCH24.425 ([place name] Bithynia).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ροδισμός — ὁ, Α [ῥοδίζω] στολισμός τών τάφων με ρόδα … Dictionary of Greek
ροδίσια — τὰ, Α [ροδίζω] ο ροδισμός* … Dictionary of Greek
ροδοφόρια — τὰ, Α ο ῥοδισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + φόρια (< φόρος < φέρω), πρβλ. Ανθεσ φόρια] … Dictionary of Greek
ρουσάλια — και ροζάλια, τα / ῥουσάλια και ῥοζάλια, ΝΜ γνωστή στο Βυζάντιο εορτή, που γινόταν τον Μάιο ή τον Ιούνιο και ονομάστηκε και ημέρα τών ρόδων και ροδισμός, είχε την προέλευσή της στη ρωμαϊκή λατρεία ως γιορτή τής άνοιξης, αλλά με την πάροδο τού… … Dictionary of Greek
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek
ИОАНН БОГОСЛОВ — [Иоанн Зеведеев; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Θεολόγος], один из ближайших учеников Иисуса Христа, св. апостол от Двенадцати (см. Апостолы), с именем к рого церковное Предание связывает создание ряда канонических текстов НЗ, в т. ч. Евангелия от Иоанна,… … Православная энциклопедия